- carrulus
- carrŭlus, i, m. dim. [carrus], a little wagon or cart, Dig. 17, 2, 52, § 15.
Lewis & Short Latin Dictionary, 1879. - Revised, Enlarged, and in Great Part Rewritten. Charlton T. Lewis, Ph.D. and Charles Short. 2011.
Lewis & Short Latin Dictionary, 1879. - Revised, Enlarged, and in Great Part Rewritten. Charlton T. Lewis, Ph.D. and Charles Short. 2011.
καρούλι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό πηνίο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα ή η κλωστή, αλλά και όλη η κουβαρίστρα 2. ο τροχίσκος τής τροχαλίας ή ολόκληρη η συσκευή 3. μικρός τροχός στο άκρο τών ποδιών διαφόρων επίπλων ή συσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия